αι μπήκε ο ίδιος

 να μελετήσει την κάμαρα. Τράβηξε το σπαθί του, εκείνο που είχε για τον Βούργαρο, το ίδιο που κρατούσε τη μέρα που έκοψε στα δυο τον αδελφό του κι έθαψε αλλού το στέρνο του κι αλλού τα πόδια κι ύστερα εξομολογήθηκε την αμαρτία και κράτησε στο κουβέρνο του το Κάστρο. Το γύρισε πάνω από το κεφάλι του τρεις γύρους ουρλιάζοντας στο κακό να αποκοτήσει να σταθεί μπροστά του, μα τίποτα δεν έγινε. Και πήρε να βαρά μια-μια τις πέτρες να δει αν ήτανε καμία κούφια, ματώσανε τα δάχτυλά του έτσι που έκρουγε. Ύστερα έδιωξε τους φρουρούς από την κάμαρα, κανείς δεν ξέρει τι προσπάθησε μονάχος του. Μα βγήκε έξω γερασμένος δέκα χρόνια κι είπε στους υπηκόους πως η Κυρά του Κάστρου πέθανε στη γέννα και πως το μνήμα της θα ανοιχτεί με την ανατολή της νέας μέρας. Αλλά κανείς δεν είδε πεθαμένη την κυρά, γιατί ήταν το κουτί της σφραγισμένο κι ούτε ο κυρ Ευσέβιος [τής φίλησε τα μάτια ούτε ο παπάς ευλόγησε στα χέρια της εικόνισμα. Και η Ευδοκία δε γιόρτασε ποτέ γενέθλια, γιατί την ίδια μέρα είχαν μνημόσυνο στο κάστρο για τη μάνα της. Και μετρούσε τα χρόνια με τις μαυροφόρες που σουρομαδιόταν γύρω απ' το καντήλι της πεθαμένης και περιμένανε την αμοιβή τους. Κι ώσπου να κλείσει τα δώδεκα δεν είχε δοξαστεί η ομορφιά της καταπώς έπρεπε, παρά με μελανό μετάξι ήταν σκεπασμένη για το πένθος. Κι έλαμπε από μέσα η κόρη σαν τον πυρσό στη χόβολη.]

Σχεδιασμός ιστοσελίδας: Τερέζα Γιακουμάτου