αι μουρμουρίζανε

όχι οι υποταχτικοί του κυρ Ευσέβιου μα οι άλλοι, γείτονες τάχα και αξιωματούχοι στην Πρωτεύουσα, πως η γυναίκα του, η κυρά του Κάστρου, ήταν Βουργάρα, εξ ου και η ομορφιά της που δεν παρόμοιαζε με τις δέσποινες που ξέραν. Και πίσω από την πλάτη του σερνόταν λέξη βαριά που είχε κουδούνια και ξεκούφαινε τον κόσμο· μόνο ο κυρ Ευσέβιος δε χαμπάριαζε. Γιατί την Ευδοκία, έξω απ' την Πρέσπα, την ξέραν σαν "Βουργαροκόρη". Στα μοναστήρια της Καππαδοκίας φιδογυρνούσε λόγος πως η δεσποσύνη δεν ήταν άνθρωπος με κόκαλα και αίμα, μα αν την έσκιζες θα έβρισκες μέσα μελάνι από ασπόνδυλο και κόκαλο της νυχτερίδας που ήταν ξακουστό ξόρκι σε τόπους που είχανε γλυκά νερά. Λέγαν ακόμα πως η ομορφιά της ήταν μαγεμένη, κι όποιος την έβλεπε έχανε τη μιλιά του, ξεχνούσε τα πατερημά κι ύστερα ήθελε τρία χρόνια προσευχή για να γυρίσει το μυαλό στον τόπο του. Σε όσους δεν πίστευαν έφερναν απόδειξη πως δεν κρατούσε ζωγραφιά της κανείς προξενητής αλλά χαρτί γραμμένο με τις χάρες της. Κι έβγαινε το χαρτί χειρότερο από ζωγραφιά -ποιος το περίμενε; - γιατί όσοι το διάβαζαν έπεφταν ολοσούσουμοι στον έρωτά της κι έφτιαχναν στο μυαλό τους την εικόνα της κατά την πεθυμιά. Γι' αυτό και μόλο που βοά ο τόπος τα προξενιά της αβγαταίνουν, δικαιολογούσαν την κατάσταση. Και όσο πιο μακριά έφτανε το σούσουρο, τόσο η φήμη της Βουργαροκόρης άπλωνε μα ήταν κιόλας σαν απαγορευμένη η κουβέντα της. Το όνομα Ευδοκία κρίθηκε για καιρό αθεόφοβο και λίγοι το έδιναν στα κορίτσια τους.

Σχεδιασμός ιστοσελίδας: Τερέζα Γιακουμάτου