μένα που με βλέπετε, 

με λογαριάζουν πεθαμένη κι ίσως να είμαι. Ήμουνα μάγισσα στην Πρέσπα έναν καιρό, γιατροπόρεψαν τα βοτάνια μου κοσμάκη, τα καταπότια μου κλείσανε σπίτια. Μα έκανα πάντα το κακό εκεί που έπρεπε. Την καλή πράξη δεν τήνε μελετούσα τόσο, εύκολα μπορούσα να την πάρω πίσω. Μα το κακό, όταν γίνει, δεν ξεγίνεται. Γι’ αυτό κι εγώ ακριβοζύγιζα τα καμωμένα τους να μη λαθέψω. Έρχονταν και μου τα ιστορούσανε οι κόρες, φυσούσανε τη μύξα με την άκρη της ποδιάς τους. Δείχνανε με το δάχτυλο το σπίτι και λέγανε,  εκεί, Αμαραντίνα, να στείλεις τα μεσάνυχτα μαύρο κοκόρι. Να πνίξεις με το αίμα του την ανομία. Κι εγώ τις έβαζα και προσκυνούσανε τον Μέγα Τράγο, κάποιες ανοίγανε τα σκέλια τους να τον δεχτούνε, βογγώντας από πόνο κι από όρεξη. Την ώρα που γινόταν η φωνή τους τσιρίδα, χάραζα με τη μάχαιρά μου το κακαριστό τους λαρυγγάκι και μούσκευα με το αίμα τ’ αχαμνά του Τράγου. Δεν πέθαιναν, μα έφευγαν αλλοπαρμένες, χαρά δε γνώριζαν στα σκέλια άλλη, ακόμα και με τη μασιά να τις τρυπούσαν μέναν ακούνητες και παραλοϊσμένες, πού οι άντρες τους που τις σπορίζαν με το μονογκάβλι. Ήξερε η μια τι πέρασε η άλλη, γνωρίζονταν απ’ τα μαντίλια που έδεναν στο λαιμό, να κρύψουν το σημάδι. Εκείνες έφευγαν κι έπαιρνα εγώ στο χέρι μου το ζύγι, από τη μια το πηγμένο κακάδι του αίματός τους κι από την άλλη του αλλουνού το κρίμα. Εκεί που βάραινε, εκεί χτυπούσα. Ήρθε μια νύχτα η Κυρά του Κάστρου, την έφερε ο αφέντης της, στάθηκε έξω όπως τον είχαν ορμηνέψει. Τον όρκισα να μείνει με την πλάτη γυρισμένη και μόνο με το λάλημα τρίτου κοκόρου να ζητήσει τη δέσποινα. Να μη στραφεί ό,τι και ν’ ακούσει, γιατί είναι η γυναίκα του σε κίνδυνο, βαραίνει η ζωή της στο δίχτυ της αράχνης. Να ορκιστεί στη χάρη της και στο παιδί τους που ’ναι να ’ρθει με τα χρόνια. Όμωσε και πήρα μέσα την κυρά.

Σχεδιασμός ιστοσελίδας: Τερέζα Γιακουμάτου