Ευδοκία,

   εγώ γράμματα πολλά δεν ξέρω, αλλά τα σέβομε. Γι’ αυτό κι επέμενα οι κόρες μου όλες να σπουδάσουν, κι ας ίθελε ο παπούς σου να της κρατήση στα χοράφια. Του ίπα, εμής θα πηνάσωμε αλά τα πεδιά θα τελιόσουν το σχολήο. Αυτά που θα σου πο, οι κόρες μου δεν τα κατέχουν. Στο σόι μας η γνόση παιρνάι από γιαγιά σ’ εγγόνα, έτσι είνε το γραμένο. Άνηξε το μιαλό σου κι άκου.

   Δεν ήταν η σιρά μου να τα μάθο, ας όψετε ο πατέρας μου και το έθυμο της στάμπας. Η μάνα σου σίγουρα θα σου ίπε για το σιμάδι που έχο στο μέτοπο, η Σαββούλα δεν ξέρη να κρατά το στόμα σφραγισμένο, άμα τις σιμφωνισις να κρατίσει μιστικό, τότε το λέι. Καλίτερα έτσι. Βέβεα τα κορίτσια ξέρουν το πράμα όπως το άκουσαν από μένα κι όχι όπος είνε. Εσύ πρέπει ν’ ακούσης την αλίθηα, γιατί στους όμους σου πέφτη το βάρος. Εγώ από πάνω θα σου παραστέκο, μα μόνι σου θα πράξης. Λυπόν, όταν ο πατέρας μου με πήρε στον αχιρόνα για να με σιμαδέψι με το καρφί, λέι ότι του ίρθε κι αυτουνού ζαλούρα τιν όρα που έγραφε το μέτοπό μου και δε ζογράφισε καλά. Σαν ίδε η μάνα μου το μέτοπο, κατάλαβε από πού ερχότανε το κρίμα. Γιατί αντί για το σταυρό, γυρίσανε τα δάχτυλα του κύρη μου, του ξέφυγε ι γραμή που έφτιαχνε. Κι άμα κιτούσες στο μέτοπό μου προσεχτικά θα έβλεπες τα κέρατα του Μέγα Τράγου. Εσύ είσαι σπουδαγμένη, κάπου θα έχης ακουστά την ηστορία.

Σχεδιασμός ιστοσελίδας: Τερέζα Γιακουμάτου