ΠΕΤΡΟΣ ΤΑΤΣΟΠΟΥΛΟΣ
|
Αποτελεί ίσως
κοινοτοπία να διαχωρίζεις τους καλούς πεζογράφους σε επιμελείς και σε
χαρισματικούς. Τα γραπτά τών πρώτων όζουν λύχνου. Παραδίδουν - σε τακτές
συνήθως προθεσμίες - αξιοπρεπή κείμενα, ενίοτε και απολαυστικά. Φροντίζουν
ν' αποφεύγουν τις αφηγηματικές κακοτοπιές. Δεν θέτουν υψηλούς στόχους,
ούτε γκρεμίζονται σε βαθιές χαράδρες. Απαρχής μέχρι τέλους διατηρούν
αποστάσεις ασφαλείας και ήσσονες τόνους. Νοικοκυρεμένες δουλειές. Οι
δεύτεροι, οι πορφυρογέννητοι, είναι ξεροκέφαλοι και ανοιχτοχέρηδες. Δεν
βγάζουν από τη μύγα ξύγκι, όπως οι επιμελείς. Μοιράζουν το γάλα
αφειδώλευτα κι έπειτα κλωτσούν την καρδάρα. Μοιάζουν με τις τριτσιμπίδες,
εκείνα τα πουλιά με τον ροδαλό λαιμό, που αναφέρει η Νικολαΐδου. Οι
τριτσιμπίδες μόλις δουν φωτιά πέφτουν μέσα ολοταχώς. Έτσι και οι
χαρισματικοί. Παρανάλωμα της λογοτεχνίας.
Αφηγητής ένα... βακτήριο
Από τις
πρώτες κιόλας σελίδες του «Πλανήτη Πρέσπα» μαντεύουμε σε ποια κατηγορία
εμπίπτει η συγγραφέας. Αρκεί να μάθουμε ότι χρίζει αφηγητή ένα...
βακτήριο. Μάλιστα η Serratia Rubinea, ένα βακτήριο - ποιητική αδεία -
γένους θηλυκού, αναλαμβάνει να εξιστορήσει τα τεκταινόμενα. Συντροφιά με
τον ΡRD-1, το «αρσενικό» της έτερον ήμισυ, με το οποίο φλερτάρει ασύστολα,
ταξιδεύει σε μπράτσα, σε μασχάλες, σε ρουθούνια, σε κάλτσες, σε σπλάγχνα,
σε εγκεφαλικούς φλοιούς, σε χειρόγραφα, σε σκληρούς δίσκους υπολογιστών
και όπου αλλού χρειαστεί. Το δίδυμο θα καταλήξει στη δική του Εδέμ - τις
γαλάζιες σελίδες του Λεξικού Βοσταντζόγλου - για να περάσει ευτυχισμένα
γεράματα. Παρά τους θανάσιμους κινδύνους που θ' αντιμετωπίσουν - κυρίως
από την αλόγιστη χρήση απορρυπαντικών -, θα κατορθώσουν όχι μονάχα να
παραστούν μάρτυρες στα δρώμενα, αλλά και να παρέμβουν σε καίρια σημεία,
φωτίζοντας άγνωστες πτυχές ή δίνοντας την αναγκαία ώθηση για την
κλιμάκωση. Τα συμπαθή βακτήρια δεν βολοδέρνουν απλώς στο μικρόκοσμο.
Τριγύρω τους πάλλεται μια παλίμψηστη αφηγηματική πανδαισία.
Κάτω από τα βακτήρια, στη δεύτερη στρώση, συναντάμε την ίντριγκα.
Υφαίνεται στους κόλπους της πανεπιστημιακής κοινότητας - ένα campus novel
στα σπάργανα - και θα μπορούσε κάλλιστα να φέρει την υπογραφή του Ντέιβιντ
Λοτζ. Εδώ η Ευδοκία Μαχαίρα, μία βυζαντινολόγος αλλοπαρμένη από
ιδιοσυγκρασία, συμμετέχει στις ανασκαφές της Πρέσπας και εμπλέκεται εν
αγνοία της σε δολοπλοκίες που αντίκεινται, αν δεν υποσκάπτουν την
επιστημονική δεοντολογία. Κοντά στους ερευνητές - αλλά, από ταμπεραμέντο,
και στους αντίποδες -, οι αγράμματοι χωρικοί που διακομίζουν μια πολύτιμη
προφορική παράδοση. Αυτή ακριβώς η παράδοση, σε συνδυασμό με σπαράγματα
από βυζαντινά χειρόγραφα, θα ανοίξει τη δίοδο προς την τρίτη στρώση, την
ιστορία ενός καλόγερου και μιας αρχόντισσας, ετεροθαλών αδελφών - κοινός
τους πατέρας ο Διάβολος - που θα συμμαχήσουν εναντίον του αυτοκράτορα. Οι
συνέπειες του τραγικού τους τέλους θα διακτινιστούν έως την εποχή μας.
Μακάβριο χιούμορ
Η Νικολαΐδου δεν καταφέρνει μονάχα να βάλει σε υποδειγματική τάξη μια
τόσο χαοτική και φυγόκεντρη υπόθεση. Καταφέρνει να διατηρήσει ανέπαφους
και τους γλωσσικούς χυμούς του χάους - είτε πρόκειται για τις
βορειοελλαδίτικες ντοπιολαλιές με τα σλαβομακεδονικά θραύσματα είτε για
την αποστειρωμένη ιδιόλεκτο των βυζαντινολόγων είτε για την πλουμιστή
γλώσσα των χειρογράφων (η μεσοβυζαντινή περίοδος ήταν ίσως το πιο σπουδαίο
χωνευτήρι γλωσσικών προσμείξεων) είτε για τα σύγχρονα ξεφτίδια με τα
γκρίκλις. Σπανίως μάς δίνεται η ευκαιρία να χαρούμε τέτοια γλωσσική
ευρωστία από καταξιωμένους πεζογράφους, πόσο μάλλον από εκπρόσωπο της
νεώτερης γενιάς. Το μακάβριο χιούμορ της, που σηματοδοτούσε παλαιότερα και
τα διηγήματά της, συμπλέκεται με μιαν έντονα μελαγχολική διάθεση. Παρ' ότι
μερικές φορές αυτή η διάθεση διολισθαίνει σε πεισιθάνατη, αναρρώνει ευθύς
κατόπιν, καθώς μπολιάζεται από την εξίσου πηγαία ευφορία της. Προσοχή. Δεν
έχουμε να κάνουμε με μια κυκλοθυμική γραφή. Έχουμε να κάνουμε με μια γραφή
πλούσια σε ευρήματα και σε αισθήματα. Μια γραφή αξιέραστη.
ΤΗΣ ΔΑΓΚΩΣΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
Στην Πρέσπα στέκει λόγος ξεχασμένος πως η Αμαραντίνα χάθηκε
προσπαθώντας να κρατήσει το μυστικό σε βουλωμένη τρύπα, μα ήρθε καιρός που
η βρόμα του σκέπασε τη χώρα και το μάθαν όλοι. Λένε ακόμη πως, την ώρα που
έκανε συμφωνία με το κακό, τής ήρθε αποπληξία και μελάνιασε, έπεσε στη
σπηλιά ανάσκελα κι έτσι τη βρήκε ο τρομαγμένος Νόσος. Και το δαιμόνιο που
την ορεγόταν στον κάτω κόσμο να του κάνει τα θελήματα, χώθηκε μες στο
στόμα της σαν φίδι, βρήκε στα σπλάχα την καρδιά της και τη δάγκωσε (σελ.
97). |