Ο Μανασής
είχε αγοράσει τον κωδίκελλο από μια Ελβετίδα, ξεπεσμένη τραγουδίστρια
όπερας που είχε τραβηχτεί άγνωστη μεταξύ αγνώστων σ' ένα χωριό,
Stein um Rhein
νομίζω πως το έλεγαν, 80 χιλιόμετρα δυτικά της Γενεύης. Την είχε
συναντήσει σε κάποιο από τα ταξίδια που έκανε τα καλοκαίρια με το τρένο.
Κανείς στο σπουδαστήριο δεν καταλάβαινε γιατί γυρνούσε μόνος στην
Ευρώπη κατακαλόκαιρο αντί να κάνει μπάνια κι εκείνος κρατούσε το στόμα
του ραμμένο. Πάντως, ο Μανασής την κατάφερε να του το δώσει. Η Ελβετίδα
το είχε αγοράσει στη ζούλα σ' ένα γιουσουρούμ, Τούρκοι-τζιμάνια είχαν
ξεσηκώσει τη βιβλιοθήκη κάποιου πεθαμένου, μέσα στο πλιάτσικο κανείς δεν
έδωσε σημασία στο
χειρόγραφο,
άρεσε στην κυρία που ήταν σκωροφαγωμένο και έδειχνε παλιό, πλήρωσε και
το ξέχασε. Δεν ήξερε να διαβάζει ελληνικά, μονάχα την Ιλιάδα γνώριζε από
κόμικ. Διέκρινε το δόλο του Μανασή, αλλά της άρεσε ο Έλληνας με το
λευκό δέρμα και τα μπαζούκας μάτια, στο κάτω κάτω έδειχνε μεγάλο
ενδιαφέρον και ήταν διατεθειμένος να πληρώσει σε είδος. Η πριμαντόνα
είχε από καιρό ξεχάσει πώς ξεκομπιάζουνε τα μέλη μ' έναν άντρα, από
μικρή φρόντιζε μονάχα το ηχείο της, το τάιζε σαντιγί και σοκολάτα με
φουντούκι, φούσκωνε εκείνο, τέντωνε σαν το πετσί της φάλαινας.
Ο υποψήφιος δόκτορας
ντυνόταν, κατά τη γνώμη της, βαρετά: μακό μπλουζάκι με γιακά, παντελόνι
με πιέτα, δετό παπούτσι γυαλισμένο στην εντέλεια. Μα η ίδια, εδώ και
χρόνια, δεν έδινε σημασία στο περίβλημα, ρουφούσε το μεδούλι των αντρών
-όταν το έβρισκε πρόθυμο. Έπαιξε λίγες μέρες μαζί του μα δεν τον
γέλασε, του έδωσε στο τέλος το χειρόγραφο. Εκείνος τη φίλησε στο στόμα,
γεύτηκε άσπρη ζάχαρη και κρέμα στο σάλιο του. Ύστερα έφυγε.
Σχεδιασμός ιστοσελίδας: Τερέζα Γιακουμάτου |