|
γώ γράμματα δεν κατέχω, |
σε άλλον τα μιλώ κι αυτός τα γράφει. Με βάφτισαν
Νικάνορα
αλλά με ξέρουν με το παρανόμι όλοι. Δραξάν με βγάλανε στην πρώτη μάχη,
ήμουν παιδί ακόμα, στο χέρι μου βάραινε το σπαθί, αλλά το βάσταγα σαν να
'μουνα αρκουδομάνα κι αυτό το αρκουδάκι μου. Έσφαξα τότε, πολλούς είπαν
οι άλλοι, εγώ δε μέτρησα. Με κάλεσε ο κυρ Ευσέβιος και με τίμησε. Με
έβαλε στη δούλεψή του, στη φρουρά του κάστρου, γρήγορα έγινα ο άνθρωπός
του. Τότε ήταν που δοκίμασαν να με φαρμακώσουν, μου φέρανε το γάλα της
γαϊδούρας να χύσουν στις πληγές μου, τάχα να με γιατροπορέψουν, πέταξα
στο χώμα τη γαβάθα, άφρισε το χορτάρι, κάηκε μεμιάς. Δεν ξαναφύτρωσε
λουλούδι ούτε βάτο. Την ίδια μέρα έβαλα το γεράκι του κυρού μου και
χάραξε τις φλέβες μου στα χέρια. Έσυρε το νύχι στον καρπό μου, στάλαξε
αίμα, έριξα πάνω το
κατάπλασμα της
μέδουσας. Λίγο φαρμάκι δυναμώνει τον άντρα. Κατόπιν είπα τα λόγια
δυνατά, ν' ακούσει ο τόπος. Πώς πέφτουν οι σταγόνες του αίματός μου,
έτσι να πέσουν από πάνω μου οι φίλοι. Δεν έχω αδέλφια, δε γνωρίζω μάνα.
Δεν με κρατάν στον τόπο μου σκοινιά, δεν έχω πόνους. Ύστερα ησύχασα. Στο
πλάι μου δε στάθηκε ποτέ κανείς. Μονάχα του κυρού
Ευσεβίου
γνώριζα τη δύναμη κι έσκυβα το κεφάλι εθελούσια. Και της κυρά Ευδοκίας
προσκυνούσα το πείσμα και το αγγελοσούσουμο. Δεν είναι ώρα, γι' αυτήν θα
μαρτυρήσω αργότερα.