Η γιαγιά Λισάφ ποτέ δεν ξέχασε, ούτε τώρα που είχαν περάσει εβδομήντα τόσα χρόνια από τότε, πως όταν μπήκε νύφη στο σπίτι του παππού, δεκαέξι χρονών κοριτσόπουλο, την έβαλε η πεθερά της να σκύψει στο κατώφλι, να γονατίσει στο λασπωμένο χώμα και να της πλύνει τα πόδια, υπογράφοντας μ’ αυτόν τον τρόπο ειρήνη και υποταγή ως να πεθάνει η αφέντρα του οίκου. Και κάθε βράδυ της ζητούσε τα ίδια, χώρια οι μπουγάδες που τις φόρτωνε και οι αγγαρείες. Χώρια που πήρε εκείνη, εξήντα χρόνων γραία, και φόρεσε πρώτη τα μεταξωτά βρακιά της προίκας τής Λισάφ και η γιαγιά τα χάρηκε φορεμένα. Όλα αυτά τα είχε κρατημένα η Λισάφ, μα πιο πολύ ήταν η χολή της πηχτή για τον παππού που τα έβλεπε και τα ανεχόταν. Εβδομήντα δύο χρόνια γάμου, εγγόνια και δισέγγονα δε βάλανε καπάκι στο καζάνι της, ακόμα και στον τάφο τού έκανε παράπονα, για τιμωρία άφηνε σβησμένο το καντήλι του και πήγαινε τα καρβουνάκια μουσκεμένα. Στο τέλος, στούμπωσε το μαρμάρινο ανθοδοχείο με πλαστικά τριαντάφυλλα, κρίνους στο χρώμα του κουφέτου και δεν ξαναπάτησε. Στο κάτω κάτω ήταν γριά και κουραζόταν με το πηγαινέλα, θέλανε μήπως να την ξεκάνουν;
Σχεδιασμός ιστοσελίδας: Τερέζα Γιακουμάτου |