κεί που λιγοψύχησαν οι στρατιώτες

 άνθρωποι που όταν έσφιγγε η πείνα δεν το είχαν τίποτα να κόψουν κομμάτι από το κρέας τους και να το ψήσουν, ώσπου μοσχοβόλαγε το κρίμα μες στη θράκα και μπλάστρωναν με γιατροσόφια την πληγήνα θρέψει, ήταν όταν αντίκρυσαν την Ευδοκία στα αίματα. Γιατί κάποιος τη βρήκε και την τρύπησε κάτω από το βυζί, στο μέρος της καρδιάς. Πετάχτηκε το αίμα με ορμή, έβαψε όσους στέκονταν τριγύρω, τα πρόσωπα, τα ρούχα τους. Η Ευδοκία δεν έβγαλε φωνή, κοίταζε τον εχθρό στα μάτια. Ο πόνος τη σημάδευε από μέσα, τον πάταγε με δύναμη, να μη φανεί στο πρόσωπό της το σημάδι του. Σήκωσε το σπαθί, τον κάρφωσε στο κέντρο του λαιμού, το έφερε τρεις γύρες σαν σε σούβλα. Έσκαψε την πληγή γερά. Την ώρα που τραβούσε το μαχαίρι, τού ξέκοψε τον λάρυγγα. Τον πέταξε στη λάσπη. Σπάραξε το κομμάτι στα βρομόνερα, τινάχτηκε μία δυο τρεις, τόσο που είπαμε πως θα μιλήσει. Ακούμπησε με παραλυμένο χέρι το στήθος του νεκρού. Τον γκρέμισε από το άλογο. 
Την ώρα εκείνη σύρθηκε φωνή: Χτυπήσανε την Ευδοκία. Στο φεγγαρόφωτο, οι στρατιώτες δεν μπορούσαν να διακρίνουν καθαρά. Καλύτερα. Γιατί θα βλέπαν την κυρά χλομή σαν να είχε μπει ο χάρος μέσα της και έπινε το αίμα της να ξεδιψάσει.


Σχεδιασμός ιστοσελίδας: Τερέζα Γιακουμάτου