Ο Σφέβας πρόσεξε τα πατουσάκια της Ευδοκίας που τυραννούσανε το πάτωμα και το κρατημένο δάκρυ. Άφησε να περάσει λίγη ώρα, παράτησε την μπάντα του και πήγε να  της ζητήσει να χορέψουν. «Μα δεν τους ξέρω αυτούς τους χορούς» απολογήθηκε. «Δεν ξέρεις ταγκό;» Είχε παραγγείλει στους μουσικούς να παίξουν την Ραμόνα. Της πρόσφερε το χέρι του. «Θα ακολουθείς τα βήματά μου» τη συμβούλεψε, την ώρα που την έσερνε στην πίστα.

 Το τι φιγούρες έκανε ο Σφέβας σ’ εκείνον το χορό, τι σβούρες, τι σπασίματα της μέσης μόνο όσοι ήτανε μπροστά μπορούν να ομολογήσουν. Αλώνιζε την πίστα, σφίγγοντας μες στην αγκαλιά την ντάμα του. Ξεθάρρεψε εκείνη, άρχισε να τον υπακούει, κατόπιν να τον οδηγεί. Κλείδωσε το ένα σώμα μέσα στο άλλο. Η Ευδοκία ένιωσε πως απ’ το δέρμα του τινάχτηκαν βελόνια κι άρχισαν να τη ράβουν πάνω του. Τσίνησε, λίγο.

Σχεδιασμός ιστοσελίδας: Τερέζα Γιακουμάτου