μως δεν είδα άλλο, 

δε θα πω πως ξέρω. Μα μια γυναίκα, από εκείνες που είχαν προσκυνήσει τον Μεγάλο Τράγο, μια παντρεμένη που δεν κράταγαν παιδί τα σκέλια της, βγήκε την άλλη μέρα αλαφιασμένη κι έλεγε πως μεσάνυχτα πάνω απ’ τη λίμνη αλάφρωσε το σκότος λες και κοσκινίστηκε. Και κάποιος, κάτι τέλος πάντων, από την πέρα όχθη πάτησε στο νερό και ήρθε στη μεριά της Πρέσπας. Και ούρλιαζε πως ο δαίμονας ήτανε μαύρος, πάντως τυλιγμένος μαύρα πανιά που έσερνε στο νερό κι έμεναν άβρεχτα. Και είχε τα μάτια κόκκινα, πώς είναι το φεγγάρι όταν μηνάει το κακό, ίδια απαράλλαχτα. Αλλά δεν πίστεψε κανείς γιατί την ώρα που μιλούσε οι κόρες της γυρίσανε ανάποδα κι έπεσε και ξεράθηκε. Και έκαναν τρεις μέρες να τη μαζέψουν, γιατί φοβήθηκαν πως κάτι μέσα της την κυβερνούσε. Μόνο όταν βρόμισε ρίξανε πάνω της ασβέστη να χωνέψει τα κόκαλά της.

Σχεδιασμός ιστοσελίδας: Τερέζα Γιακουμάτου