ταν βγήκε ξανά από το θάλαμο, 

 ήταν αλλαγμένη και οι φρουροί συναίνεσαν στα καμωμένα της. Γιατί είχε κοντύνει με σπαθί τα γυναικεία μαλλιά και τα είχε δέσει με σκοινί στο πίσω μέρος, για να περνάει γρήγορα πάνω από το κεφάλι της το κράνος. Και είχε βγάλει το γυναικείο φουστάνι, είχε φορέσει τα ρούχα του πατρός της. Είπε ότι κανείς δε θα της έπαιρνε την Πρέσπα. Κι έφτυσε με δύναμη στο χώμα.

   Ο στρατός που ήταν μαθημένος στου κυρ Ευσέβιου τα φερσίματα και τις φοβέρες έμαθε γρήγορα να μην υποτιμά την Ευδοκία. Γιατί στο μεταξύ είχε σπάσει μία φλεβίτσα κάτω από το δεξί της μάτι, σημάδι καθαρό που δήλωνε όχι ότι τσιτσιριζόταν η ομορφιά της αλλά πως κάτι άλλο μεγάλωνε εντός της και θα ερχόταν ο καιρός που θα έβγαινε στον έξω κόσμο με χαλασμό μεγάλο. Και δεν τολμούσαν ούτε να σκεφτούν τι ήταν εκείνο που θα αντίκρυζαν τα μάτια τους. Έλεγαν μεταξύ τους άνθρωποι που ήταν μαθημένοι να πατάνε στα βουνά ξυπόλητοι πως η ομορφιά της θέριευε και γινόταν αρσενική, πράμα πρωτάκουστο. Και πως το δόντι που είχε κρεμασμένο στο λαιμό της μάτιαζε τους κακόπιστους κι έδινε στους δικούς της δύναμη. Πως, μολονότι ήτανε ξανθιά, στα δάχτυλά της πάνω από τα νύχια, πήρανε να φυτρώνουν μαύρα λεπτά τριχάκια, κατράμι και καραμπογιά, που δείχνανε ξεκάθαρα, ακόμα και σ’ αυτούς που δεν πιστεύαν, τι ήταν άξια να κάμει. Και θυμήθηκαν έναν ξενοτοπίτη καλόγερο πεθαμένο από χρόνια που είχε προβλέψει, αλλά κανείς δεν είχε δώσει σημασία, πως “όταν άσπρο και μαύρο ζωστούνε στα χέρια μοιανής δέσποινας που είναι ντυμένη άντρας, θ’ αφρίσουν τα νερά της Πρέσπας και ο Σημαδεμένος θα τα περπατήσει”.

Σχεδιασμός ιστοσελίδας: Τερέζα Γιακουμάτου